Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίλιτρον
διλογέω
διητέον
διλογία
δίλογος
δίλογχος
δίλοφος
διλοχία
διλοχίτης
δίλωρος
δίμαλλος
διμάχαιρος
διμάχης
διμέδιμνον
δίμελος
διμερής
διμέτρητος
δίμετρος
διμέτωπος
διμηνία
διμηνιαῖος
View word page
δίμαλλος
δῐ/-μαλλος, ον,
A). with double fleece, Gloss.


ShortDef

with double fleece

Debugging

Headword:
δίμαλλος
Headword (normalized):
δίμαλλος
Headword (normalized/stripped):
διμαλλος
IDX:
27060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27061
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐ/-μαλλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with double fleece,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}