Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διλιτραῖος
δίλιτρον
διλογέω
διητέον
διλογία
δίλογος
δίλογχος
δίλοφος
διλοχία
διλοχίτης
δίλωρος
δίμαλλος
διμάχαιρος
διμάχης
διμέδιμνον
δίμελος
διμερής
διμέτρητος
δίμετρος
διμέτωπος
διμηνία
View word page
δίλωρος
δῐ/-λωρος
,
ον
, dub. sens.,
BGU
620.9
(iii A. D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δίλωρος
Headword (normalized):
δίλωρος
Headword (normalized/stripped):
διλωρος
IDX:
27059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27060
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐ/-λωρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, dub. sens., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 620.9 </span> (iii A. D.).</div><br><br>'}