Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίκυρτος
δίκω
δικωλία
δίκωλος
δικωπέω
δικωπία
δίκωπος
δίλαξ
δίλασσον
διλέκιθος
διλέσβιος
διλήκυθον
δίλημμα
διλήμματος
διλήμνιον
δίληπτος
διλιτραῖος
δίλιτρον
διλογέω
διητέον
διλογία
View word page
διλέσβιος
διλέσβιος, ον, dub.sens., διλέσβια λευκά (sc. κεράμια?) PSI 5.535.28 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διλέσβιος
Headword (normalized):
διλέσβιος
Headword (normalized/stripped):
διλεσβιος
IDX:
27043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27044
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διλέσβιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, dub.sens., <span class="foreign greek">διλέσβια λευκά</span> (sc. <span class="foreign greek">κεράμια</span>?) <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PSI</span> 5.535.28 </span>.</div><br><br>'}