Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δίκυκλος
δίκυμος
δικύπελλος
δίκυρτος
δίκω
δικωλία
δίκωλος
δικωπέω
δικωπία
δίκωπος
δίλαξ
δίλασσον
διλέκιθος
διλέσβιος
διλήκυθον
δίλημμα
διλήμματος
διλήμνιον
δίληπτος
διλιτραῖος
δίλιτρον
View word page
δίλαξ
δίλαξ·
ἀρία
( Lacon.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δίλαξ
Headword (normalized):
δίλαξ
Headword (normalized/stripped):
διλαξ
IDX:
27040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27041
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δίλαξ·</span> <span class="foreign greek">ἀρία</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}