Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικτυοῦχος
δίκτυπος
δίκτυς
δικτυώδης
δικτυωτός
δίκυκλος
δίκυμος
δικύπελλος
δίκυρτος
δίκω
δικωλία
δίκωλος
δικωπέω
δικωπία
δίκωπος
δίλαξ
δίλασσον
διλέκιθος
διλέσβιος
διλήκυθον
δίλημμα
View word page
δικωλία
δῐ-κωλία, ,
A). period of two members, Mar.Vict. p.182K.


ShortDef

period of two members

Debugging

Headword:
δικωλία
Headword (normalized):
δικωλία
Headword (normalized/stripped):
δικωλια
IDX:
27035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27036
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐ-κωλία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">period of two members,</span> Mar.Vict.<span class="bibl"> p.182K. </span> </div> </div><br><br>'}