Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικτυουλκός
δικτυοῦχος
δίκτυπος
δίκτυς
δικτυώδης
δικτυωτός
δίκυκλος
δίκυμος
δικύπελλος
δίκυρτος
δίκω
δικωλία
δίκωλος
δικωπέω
δικωπία
δίκωπος
δίλαξ
δίλασσον
διλέκιθος
διλέσβιος
διλήκυθον
View word page
δίκω
*δίκω,
A). v. δικεῖν.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίκω
Headword (normalized):
δίκω
Headword (normalized/stripped):
δικω
IDX:
27034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27035
Key:

Data

{'content': '<div class="entry">*<span class="orth greek">δίκω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δικεῖν.</span> </div> </div><br><br>'}