Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικτυόομαι
δικτυοπλόκος
δικτυουλκός
δικτυοῦχος
δίκτυπος
δίκτυς
δικτυώδης
δικτυωτός
δίκυκλος
δίκυμος
δικύπελλος
δίκυρτος
δίκω
δικωλία
δίκωλος
δικωπέω
δικωπία
δίκωπος
δίλαξ
δίλασσον
διλέκιθος
View word page
δικύπελλος
δι-κύπελλος [ῠ],
A). gloss on ἀμφικύπελλος , Eust. 159.4 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δικύπελλος
Headword (normalized):
δικύπελλος
Headword (normalized/stripped):
δικυπελλος
IDX:
27032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27033
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δι-κύπελλος</span> [<span class="foreign greek">ῠ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἀμφικύπελλος</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:159:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:159.4/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 159.4 </a>.</div> </div><br><br>'}