Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίκτυον
δικτυόομαι
δικτυοπλόκος
δικτυουλκός
δικτυοῦχος
δίκτυπος
δίκτυς
δικτυώδης
δικτυωτός
δίκυκλος
δίκυμος
δικύπελλος
δίκυρτος
δίκω
δικωλία
δίκωλος
δικωπέω
δικωπία
δίκωπος
δίλαξ
δίλασσον
View word page
δίκυμος
δί-κῡμος, ον,
A). bearing twins, πρόβατα Suid.


ShortDef

bearing twins

Debugging

Headword:
δίκυμος
Headword (normalized):
δίκυμος
Headword (normalized/stripped):
δικυμος
IDX:
27031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27032
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δί-κῡμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bearing twins,</span> <span class="quote greek">πρόβατα</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}