Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Δίκτυννα
δικτυοβόλος
δικτυοειδής
δικτυοθήρας
δικτυοθηρευτική
δικτυόκλωστος
δίκτυον
δικτυόομαι
δικτυοπλόκος
δικτυουλκός
δικτυοῦχος
δίκτυπος
δίκτυς
δικτυώδης
δικτυωτός
δίκυκλος
δίκυμος
δικύπελλος
δίκυρτος
δίκω
δικωλία
View word page
δικτυοῦχος
δικτῠοῦχος, , =
A). retiarius, Gloss.; also δικτυοφόρος, , Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δικτυοῦχος
Headword (normalized):
δικτυοῦχος
Headword (normalized/stripped):
δικτυουχος
IDX:
27025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27026
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δικτῠοῦχος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">retiarius, Gloss.;</span> also <span class="orth greek">δικτυοφόρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, Id.</div> </div><br><br>'}