Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικτυεία
δικτυεύς
Δίκτυννα
δικτυοβόλος
δικτυοειδής
δικτυοθήρας
δικτυοθηρευτική
δικτυόκλωστος
δίκτυον
δικτυόομαι
δικτυοπλόκος
δικτυουλκός
δικτυοῦχος
δίκτυπος
δίκτυς
δικτυώδης
δικτυωτός
δίκυκλος
δίκυμος
δικύπελλος
δίκυρτος
View word page
δικτυοπλόκος
δικτῠοπλόκος, ον,
A). weaving nets, Poll. 7.139 .


ShortDef

weaving nets

Debugging

Headword:
δικτυοπλόκος
Headword (normalized):
δικτυοπλόκος
Headword (normalized/stripped):
δικτυοπλοκος
IDX:
27023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27024
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δικτῠοπλόκος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">weaving nets,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:7:139" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:7.139/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 7.139 </a>.</div> </div><br><br>'}