Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικτυαρχέω
δικτυβολέω
δικτυβόλος
δικτύδιον
δικτυεία
δικτυεύς
Δίκτυννα
δικτυοβόλος
δικτυοειδής
δικτυοθήρας
δικτυοθηρευτική
δικτυόκλωστος
δίκτυον
δικτυόομαι
δικτυοπλόκος
δικτυουλκός
δικτυοῦχος
δίκτυπος
δίκτυς
δικτυώδης
δικτυωτός
View word page
δικτυοθηρευτική
δικτῠο-θηρευτική (sc. τέχνη), ,
A). net-fishing, Poll. 7.139 .


ShortDef

net-fishing

Debugging

Headword:
δικτυοθηρευτική
Headword (normalized):
δικτυοθηρευτική
Headword (normalized/stripped):
δικτυοθηρευτικη
IDX:
27019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27020
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δικτῠο-θηρευτική</span> (sc. <span class="foreign greek">τέχνη</span>), <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">net-fishing,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:7:139" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:7.139/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 7.139 </a>.</div> </div><br><br>'}