Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικτυαγωγός
δικτυαρχέω
δικτυβολέω
δικτυβόλος
δικτύδιον
δικτυεία
δικτυεύς
Δίκτυννα
δικτυοβόλος
δικτυοειδής
δικτυοθήρας
δικτυοθηρευτική
δικτυόκλωστος
δίκτυον
δικτυόομαι
δικτυοπλόκος
δικτυουλκός
δικτυοῦχος
δίκτυπος
δίκτυς
δικτυώδης
View word page
δικτυοθήρας
δικτῠο-θήρας, ου, ,
A). net-fisher, Sch. Theoc. 1.40 .


ShortDef

net-fisher

Debugging

Headword:
δικτυοθήρας
Headword (normalized):
δικτυοθήρας
Headword (normalized/stripped):
δικτυοθηρας
IDX:
27018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27019
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δικτῠο-θήρας</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">net-fisher,</span> Sch. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:1:40" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:1.40/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theoc.</span> 1.40 </a>.</div> </div><br><br>'}