Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίκτον
δίκτυ
δικτυαγωγός
δικτυαρχέω
δικτυβολέω
δικτυβόλος
δικτύδιον
δικτυεία
δικτυεύς
Δίκτυννα
δικτυοβόλος
δικτυοειδής
δικτυοθήρας
δικτυοθηρευτική
δικτυόκλωστος
δίκτυον
δικτυόομαι
δικτυοπλόκος
δικτυουλκός
δικτυοῦχος
δίκτυπος
View word page
δικτυοβόλος
δικτῠο-βόλος, ον,
A). = δικτυβόλος , Poll. 7.137 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δικτυοβόλος
Headword (normalized):
δικτυοβόλος
Headword (normalized/stripped):
δικτυοβολος
IDX:
27016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27017
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δικτῠο-βόλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δικτυβόλος</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:7:137" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:7.137/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 7.137 </a>.</div> </div><br><br>'}