Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίκταμνον
δικτάτωρ
διεύω
δίκτον
δίκτυ
δικτυαγωγός
δικτυαρχέω
δικτυβολέω
δικτυβόλος
δικτύδιον
δικτυεία
δικτυεύς
Δίκτυννα
δικτυοβόλος
δικτυοειδής
δικτυοθήρας
δικτυοθηρευτική
δικτυόκλωστος
δίκτυον
δικτυόομαι
δικτυοπλόκος
View word page
δικτυεία
δικτῠ-εία or δικτῠ-ΐα, ,
A). net-fishing, Ael. NA 12.43 .


ShortDef

net-fishing

Debugging

Headword:
δικτυεία
Headword (normalized):
δικτυεία
Headword (normalized/stripped):
δικτυεια
IDX:
27013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27014
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δικτῠ-εία</span> or <span class="orth greek">δικτῠ-ΐα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">net-fishing,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0545.tlg001:12:43" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0545.tlg001:12.43/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ael.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">NA</span> 12.43 </a>.</div> </div><br><br>'}