Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικταμνοειδές
δίκταμνον
δικτάτωρ
διεύω
δίκτον
δίκτυ
δικτυαγωγός
δικτυαρχέω
δικτυβολέω
δικτυβόλος
δικτύδιον
δικτυεία
δικτυεύς
Δίκτυννα
δικτυοβόλος
δικτυοειδής
δικτυοθήρας
δικτυοθηρευτική
δικτυόκλωστος
δίκτυον
δικτυόομαι
View word page
δικτύδιον
δικτῠ/-διον, τό, Dim. of δίκτυον, Poll. 7.179 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δικτύδιον
Headword (normalized):
δικτύδιον
Headword (normalized/stripped):
δικτυδιον
IDX:
27012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27013
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δικτῠ/-διον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">δίκτυον,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:7:179" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:7.179/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 7.179 </a>.</div><br><br>'}