Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Δικταῖος
δικταμνίτης
δικταμνοειδές
δίκταμνον
δικτάτωρ
διεύω
δίκτον
δίκτυ
δικτυαγωγός
δικτυαρχέω
δικτυβολέω
δικτυβόλος
δικτύδιον
δικτυεία
δικτυεύς
Δίκτυννα
δικτυοβόλος
δικτυοειδής
δικτυοθήρας
δικτυοθηρευτική
δικτυόκλωστος
View word page
δικτυβολέω
δικτῠ-βολέω,
A). cast the net, dub. l. in AP 6.186 (Diocles).


ShortDef

to cast the net

Debugging

Headword:
δικτυβολέω
Headword (normalized):
δικτυβολέω
Headword (normalized/stripped):
δικτυβολεω
IDX:
27010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27011
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δικτῠ-βολέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cast the net,</span> dub. l. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.186 </span> (Diocles).</div> </div><br><br>'}