Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίκρουνος
Δικταῖος
δικταμνίτης
δικταμνοειδές
δίκταμνον
δικτάτωρ
διεύω
δίκτον
δίκτυ
δικτυαγωγός
δικτυαρχέω
δικτυβολέω
δικτυβόλος
δικτύδιον
δικτυεία
δικτυεύς
Δίκτυννα
δικτυοβόλος
δικτυοειδής
δικτυοθήρας
δικτυοθηρευτική
View word page
δικτυαρχέω
δικτῠ-αρχέω,
A). hold office in the cult of Isis, or (less prob.) in a fishery guild, IGRom. 1.817 (Callipolis).


ShortDef

hold office in the cult of Isis

Debugging

Headword:
δικτυαρχέω
Headword (normalized):
δικτυαρχέω
Headword (normalized/stripped):
δικτυαρχεω
IDX:
27009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27010
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δικτῠ-αρχέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hold office in the cult of Isis,</span> or (less prob.) <span class="tr" style="font-weight: bold;">in a fishery guild,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IGRom.</span> 1.817 </span> (Callipolis).</div> </div><br><br>'}