Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίκροτος
δίκρουνος
Δικταῖος
δικταμνίτης
δικταμνοειδές
δίκταμνον
δικτάτωρ
διεύω
δίκτον
δίκτυ
δικτυαγωγός
δικτυαρχέω
δικτυβολέω
δικτυβόλος
δικτύδιον
δικτυεία
δικτυεύς
Δίκτυννα
δικτυοβόλος
δικτυοειδής
δικτυοθήρας
View word page
δικτυαγωγός
δικτῠ-ᾰγωγός, ,
A). drawer of nets, Poll. 5.17 .


ShortDef

drawer of nets

Debugging

Headword:
δικτυαγωγός
Headword (normalized):
δικτυαγωγός
Headword (normalized/stripped):
δικτυαγωγος
IDX:
27008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27009
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δικτῠ-ᾰγωγός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">drawer of nets,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:5:17" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:5.17/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 5.17 </a>.</div> </div><br><br>'}