Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικροτίζω
δίκροτος
δίκρουνος
Δικταῖος
δικταμνίτης
δικταμνοειδές
δίκταμνον
δικτάτωρ
διεύω
δίκτον
δίκτυ
δικτυαγωγός
δικτυαρχέω
δικτυβολέω
δικτυβόλος
δικτύδιον
δικτυεία
δικτυεύς
Δίκτυννα
δικτυοβόλος
δικτυοειδής
View word page
δίκτυ
δίκτυ,
A). = δίκτυον , EM 275.27 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίκτυ
Headword (normalized):
δίκτυ
Headword (normalized/stripped):
δικτυ
IDX:
27007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27008
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δίκτυ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δίκτυον</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:275:27" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:275.27/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 275.27 </a>.</div> </div><br><br>'}