Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίκρεας
δικράδεστος
δίκροος
δικρόσσιον
δίκροσσος
δικροτίζω
δίκροτος
δίκρουνος
Δικταῖος
δικταμνίτης
δικταμνοειδές
δίκταμνον
δικτάτωρ
διεύω
δίκτον
δίκτυ
δικτυαγωγός
δικτυαρχέω
δικτυβολέω
δικτυβόλος
δικτύδιον
View word page
δικταμνοειδές
δικταμνοειδές, name of a
A). plant, prob. = ψευδοδίκταμνον , Hsch.


ShortDef

plant

Debugging

Headword:
δικταμνοειδές
Headword (normalized):
δικταμνοειδές
Headword (normalized/stripped):
δικταμνοειδες
IDX:
27002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27003
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δικταμνοειδές</span>, name of a <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">plant,</span> prob. = <span class="ref greek">ψευδοδίκταμνον</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}