Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δίκρανον
δίκρεας
δικράδεστος
δίκροος
δικρόσσιον
δίκροσσος
δικροτίζω
δίκροτος
δίκρουνος
Δικταῖος
δικταμνίτης
δικταμνοειδές
δίκταμνον
δικτάτωρ
διεύω
δίκτον
δίκτυ
δικτυαγωγός
δικτυαρχέω
δικτυβολέω
δικτυβόλος
View word page
δικταμνίτης
δικταμνίτης
[
νῑ] οἶνος
wine
A).
flavoured with dittany,
Dsc.
5.47
.
ShortDef
flavoured with dittany
Debugging
Headword:
δικταμνίτης
Headword (normalized):
δικταμνίτης
Headword (normalized/stripped):
δικταμνιτης
IDX:
27001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27002
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δικταμνίτης</span> [<span class="foreign greek">νῑ] οἶνος</span> wine <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">flavoured with dittany,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 5.47 </span>.</div> </div><br><br>'}