Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄανθα
ἀάπλετος
ἄαπτος
ἄας
ἀασιφόρος
ἀασιφρονία
ἀασιφροσύνη
ἀάσκει
ἀασμός
ἀάσπετος
ἀάστονα
ἀατήρ
ἄατος
ἄατος
ἀάτυλον
ἀάω
ἄβα
ἄβαγνα
ἀβαθής
ἄβαθρος
ἀβαίνω
View word page
ἀάστονα
ἀάστονα· ἀνεύφραντα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀάστονα
Headword (normalized):
ἀάστονα
Headword (normalized/stripped):
ααστονα
IDX:
26
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀάστονα·</span> <span class="foreign greek">ἀνεύφραντα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}