Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίκρανος
δικρανοφόρος
δικρατής
δίκρατον
δίκρανον
δίκρεας
δικράδεστος
δίκροος
δικρόσσιον
δίκροσσος
δικροτίζω
δίκροτος
δίκρουνος
Δικταῖος
δικταμνίτης
δικταμνοειδές
δίκταμνον
δικτάτωρ
διεύω
δίκτον
δίκτυ
View word page
δικροτίζω
δι-κροτίζω,
A). beat double, of the pulse, Gal. 19.640 .


ShortDef

beat double

Debugging

Headword:
δικροτίζω
Headword (normalized):
δικροτίζω
Headword (normalized/stripped):
δικροτιζω
IDX:
26997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26998
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δι-κροτίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">beat double,</span> of the pulse, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.640 </span>.</div> </div><br><br>'}