Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίκραιος
δικραιότης
δίκραιρος
δικρανίζω
δίκρανος
δικρανοφόρος
δικρατής
δίκρατον
δίκρανον
δίκρεας
δικράδεστος
δίκροος
δικρόσσιον
δίκροσσος
δικροτίζω
δίκροτος
δίκρουνος
Δικταῖος
δικταμνίτης
δικταμνοειδές
δίκταμνον
View word page
δικράδεστος
δικράδεστος,
A). v. δίκελλον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δικράδεστος
Headword (normalized):
δικράδεστος
Headword (normalized/stripped):
δικραδεστος
IDX:
26993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26994
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δικράδεστος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δίκελλον.</span> </div> </div><br><br>'}