Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικότυλος
δικραιόομαι
δίκραιος
δικραιότης
δίκραιρος
δικρανίζω
δίκρανος
δικρανοφόρος
δικρατής
δίκρατον
δίκρανον
δίκρεας
δικράδεστος
δίκροος
δικρόσσιον
δίκροσσος
δικροτίζω
δίκροτος
δίκρουνος
Δικταῖος
δικταμνίτης
View word page
δίκρανον
δίκρανον, Hsch.


ShortDef

a pitch-fork

Debugging

Headword:
δίκρανον
Headword (normalized):
δίκρανον
Headword (normalized/stripped):
δικρανον
IDX:
26991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26992
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δίκρανον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}