Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικοτύλιον
δικότυλος
δικραιόομαι
δίκραιος
δικραιότης
δίκραιρος
δικρανίζω
δίκρανος
δικρανοφόρος
δικρατής
δίκρατον
δίκρανον
δίκρεας
δικράδεστος
δίκροος
δικρόσσιον
δίκροσσος
δικροτίζω
δίκροτος
δίκρουνος
Δικταῖος
View word page
δίκρατον
δῐ/-κρατον νόμισμα ἢ


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίκρατον
Headword (normalized):
δίκρατον
Headword (normalized/stripped):
δικρατον
IDX:
26990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26991
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐ/-κρατον</span> <span class="foreign greek">νόμισμα ἢ</span> </div><br><br>'}