Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικοτέχνης
δικοτροπεῖ
δικοτύλιον
δικότυλος
δικραιόομαι
δίκραιος
δικραιότης
δίκραιρος
δικρανίζω
δίκρανος
δικρανοφόρος
δικρατής
δίκρατον
δίκρανον
δίκρεας
δικράδεστος
δίκροος
δικρόσσιον
δίκροσσος
δικροτίζω
δίκροτος
View word page
δικρανοφόρος
δῐ-κρᾱνοφόρος,
A). furcifer, Gloss.


ShortDef

furcifer

Debugging

Headword:
δικρανοφόρος
Headword (normalized):
δικρανοφόρος
Headword (normalized/stripped):
δικρανοφορος
IDX:
26988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26989
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐ-κρᾱνοφόρος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">furcifer,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}