Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικορράφος
δίκορσος
δικόρυμβος
δικόρυφος
δικοτέχνης
δικοτροπεῖ
δικοτύλιον
δικότυλος
δικραιόομαι
δίκραιος
δικραιότης
δίκραιρος
δικρανίζω
δίκρανος
δικρανοφόρος
δικρατής
δίκρατον
δίκρανον
δίκρεας
δικράδεστος
δίκροος
View word page
δικραιότης
δῐ-κραιότης, ητος, ,
A). division, ibid.


ShortDef

division

Debugging

Headword:
δικραιότης
Headword (normalized):
δικραιότης
Headword (normalized/stripped):
δικραιοτης
IDX:
26984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26985
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐ-κραιότης</span>, <span class="itype greek">ητος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">division,</span> ibid.</div> </div><br><br>'}