Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίκορος
δικορράπτης
δικορραφέω
δικορραφία
δικορράφος
δίκορσος
δικόρυμβος
δικόρυφος
δικοτέχνης
δικοτροπεῖ
δικοτύλιον
δικότυλος
δικραιόομαι
δίκραιος
δικραιότης
δίκραιρος
δικρανίζω
δίκρανος
δικρανοφόρος
δικρατής
δίκρατον
View word page
δικοτύλιον
δῐ-κοτύλιον [ῠ],
A). measure of two κοτύλαι, Orib. Fr. 83 .


ShortDef

measure of two

Debugging

Headword:
δικοτύλιον
Headword (normalized):
δικοτύλιον
Headword (normalized/stripped):
δικοτυλιον
IDX:
26980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26981
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐ-κοτύλιον</span> [<span class="foreign greek">ῠ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">measure of two</span> <span class="foreign greek">κοτύλαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orib.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 83 </span>.</div> </div><br><br>'}