Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίκορμος
δίκορος
δικορράπτης
δικορραφέω
δικορραφία
δικορράφος
δίκορσος
δικόρυμβος
δικόρυφος
δικοτέχνης
δικοτροπεῖ
δικοτύλιον
δικότυλος
δικραιόομαι
δίκραιος
δικραιότης
δίκραιρος
δικρανίζω
δίκρανος
δικρανοφόρος
δικρατής
View word page
δικοτροπεῖ
δικοτροπεῖ· φυγαδεύει, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δικοτροπεῖ
Headword (normalized):
δικοτροπεῖ
Headword (normalized/stripped):
δικοτροπει
IDX:
26979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26980
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δικοτροπεῖ·</span> <span class="foreign greek">φυγαδεύει,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}