Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικορίασις
δίκορμος
δίκορος
δικορράπτης
δικορραφέω
δικορραφία
δικορράφος
δίκορσος
δικόρυμβος
δικόρυφος
δικοτέχνης
δικοτροπεῖ
δικοτύλιον
δικότυλος
δικραιόομαι
δίκραιος
δικραιότης
δίκραιρος
δικρανίζω
δίκρανος
δικρανοφόρος
View word page
δικοτέχνης
δῐκοτέχνης, ου, ,
A). professional advocate, D.Chr. 7.124 .


ShortDef

professional advocate

Debugging

Headword:
δικοτέχνης
Headword (normalized):
δικοτέχνης
Headword (normalized/stripped):
δικοτεχνης
IDX:
26978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26979
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκοτέχνης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">professional advocate,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0612.tlg001:7:124" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0612.tlg001:7.124/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.Chr.</span> 7.124 </a>.</div> </div><br><br>'}