Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικολόγος
δικόλουρος
δίκολπος
δικολύμης
δικομαχέω
δικομήτρα
δικόνδυλος
δικορίασις
δίκορμος
δίκορος
δικορράπτης
δικορραφέω
δικορραφία
δικορράφος
δίκορσος
δικόρυμβος
δικόρυφος
δικοτέχνης
δικοτροπεῖ
δικοτύλιον
δικότυλος
View word page
δικορράπτης
δῐκο-ρράπτης, ου, ,
A). = δικορράφος , Phryn. PS p.62 B.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δικορράπτης
Headword (normalized):
δικορράπτης
Headword (normalized/stripped):
δικορραπτης
IDX:
26971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26972
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκο-ρράπτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δικορράφος</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1608.tlg001:p.62" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1608.tlg001:p.62/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phryn.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">PS</span> p.62 </a> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">B.</span> </span> </div> </div><br><br>'}