Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικολογέω
δικολογία
δικολόγος
δικόλουρος
δίκολπος
δικολύμης
δικομαχέω
δικομήτρα
δικόνδυλος
δικορίασις
δίκορμος
δίκορος
δικορράπτης
δικορραφέω
δικορραφία
δικορράφος
δίκορσος
δικόρυμβος
δικόρυφος
δικοτέχνης
δικοτροπεῖ
View word page
δίκορμος
δῐ/-κορμος, ον,
A). with two trunks, δένδρον v. l. in Artem. 5.74 .


ShortDef

with two trunks

Debugging

Headword:
δίκορμος
Headword (normalized):
δίκορμος
Headword (normalized/stripped):
δικορμος
IDX:
26969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26970
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐ/-κορμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with two trunks,</span> <span class="foreign greek">δένδρον</span> v. l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0553.tlg001:5:74" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0553.tlg001:5.74/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Artem.</span> 5.74 </a>.</div> </div><br><br>'}