Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δικόλλυβος
δικολογέω
δικολογία
δικολόγος
δικόλουρος
δίκολπος
δικολύμης
δικομαχέω
δικομήτρα
δικόνδυλος
δικορίασις
δίκορμος
δίκορος
δικορράπτης
δικορραφέω
δικορραφία
δικορράφος
δίκορσος
δικόρυμβος
δικόρυφος
δικοτέχνης
View word page
δικορίασις
δῐ-κορίασις
,
εως
,
ἡ
,(
κόρη
)
A).
possession of double pupil,
Dem.Ophth.
ap. Simon.Januens.
ShortDef
possession of double pupil
Debugging
Headword:
δικορίασις
Headword (normalized):
δικορίασις
Headword (normalized/stripped):
δικοριασις
IDX:
26968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26969
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐ-κορίασις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,(<span class="etym greek">κόρη</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">possession of double pupil,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dem.Ophth.</span> </span> ap. Simon.Januens.</div> </div><br><br>'}