Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίκοκκος
δικολέκτης
δικόλλυβος
δικολογέω
δικολογία
δικολόγος
δικόλουρος
δίκολπος
δικολύμης
δικομαχέω
δικομήτρα
δικόνδυλος
δικορίασις
δίκορμος
δίκορος
δικορράπτης
δικορραφέω
δικορραφία
δικορράφος
δίκορσος
δικόρυμβος
View word page
δικομήτρα
δῐκο-μήτρα, ,
A). mother of lawsuits, Com.Adesp. 984 .


ShortDef

mother of lawsuits

Debugging

Headword:
δικομήτρα
Headword (normalized):
δικομήτρα
Headword (normalized/stripped):
δικομητρα
IDX:
26966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26967
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκο-μήτρα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mother of lawsuits,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0408.tlg001:984" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0408.tlg001:984/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Com.Adesp.</span> 984 </a>.</div> </div><br><br>'}