Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικοδίφης
δίκοκκος
δικολέκτης
δικόλλυβος
δικολογέω
δικολογία
δικολόγος
δικόλουρος
δίκολπος
δικολύμης
δικομαχέω
δικομήτρα
δικόνδυλος
δικορίασις
δίκορμος
δίκορος
δικορράπτης
δικορραφέω
δικορραφία
δικορράφος
δίκορσος
View word page
δικομαχέω
δῐκο-μᾰχέω,
A). carry on a lawsuit, Alciphr. 3.29 (vulg. ἀδικ-).


ShortDef

carry on a lawsuit

Debugging

Headword:
δικομαχέω
Headword (normalized):
δικομαχέω
Headword (normalized/stripped):
δικομαχεω
IDX:
26965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26966
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκο-μᾰχέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">carry on a lawsuit,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0640.tlg001:3:29" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0640.tlg001:3.29/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alciphr.</span> 3.29 </a> (vulg. <span class="foreign greek">ἀδικ-</span>).</div> </div><br><br>'}