Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικογράφος
δικοδίφης
δίκοκκος
δικολέκτης
δικόλλυβος
δικολογέω
δικολογία
δικολόγος
δικόλουρος
δίκολπος
δικολύμης
δικομαχέω
δικομήτρα
δικόνδυλος
δικορίασις
δίκορμος
δίκορος
δικορράπτης
δικορραφέω
δικορραφία
δικορράφος
View word page
δικολύμης
δῐκο-λύμης [ῡ],
A). one who destroys by lawsuits, Com.Adesp. 859 .


ShortDef

one who destroys by lawsuits

Debugging

Headword:
δικολύμης
Headword (normalized):
δικολύμης
Headword (normalized/stripped):
δικολυμης
IDX:
26964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26965
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκο-λύμης</span> [<span class="foreign greek">ῡ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who destroys by lawsuits,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0408.tlg001:859" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0408.tlg001:859/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Com.Adesp.</span> 859 </a>.</div> </div><br><br>'}