Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικογραφικῶς
δικογράφος
δικοδίφης
δίκοκκος
δικολέκτης
δικόλλυβος
δικολογέω
δικολογία
δικολόγος
δικόλουρος
δίκολπος
δικολύμης
δικομαχέω
δικομήτρα
δικόνδυλος
δικορίασις
δίκορμος
δίκορος
δικορράπτης
δικορραφέω
δικορραφία
View word page
δίκολπος
δῐ/-κολπος, ον,
A). with two sinuses, Gal. 2.890 .


ShortDef

with two sinuses

Debugging

Headword:
δίκολπος
Headword (normalized):
δίκολπος
Headword (normalized/stripped):
δικολπος
IDX:
26963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26964
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐ/-κολπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with two sinuses,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 2.890 </span>.</div> </div><br><br>'}