Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικογραφία
δικογραφικῶς
δικογράφος
δικοδίφης
δίκοκκος
δικολέκτης
δικόλλυβος
δικολογέω
δικολογία
δικολόγος
δικόλουρος
δίκολπος
δικολύμης
δικομαχέω
δικομήτρα
δικόνδυλος
δικορίασις
δίκορμος
δίκορος
δικορράπτης
δικορραφέω
View word page
δικόλουρος
δῐ-κόλουρος, ον,
A). doubly truncated, πυραμίδες Nicom. Ar. 2.14 .


ShortDef

doubly truncated

Debugging

Headword:
δικόλουρος
Headword (normalized):
δικόλουρος
Headword (normalized/stripped):
δικολουρος
IDX:
26962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26963
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐ-κόλουρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">doubly truncated,</span> <span class="quote greek">πυραμίδες</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0358.tlg001:2:14" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0358.tlg001:2.14/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nicom.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ar.</span> 2.14 </a> .</div> </div><br><br>'}