Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικηφόρος
δικίδιον
δίκληρος
δικλίς
δικογραφία
δικογραφικῶς
δικογράφος
δικοδίφης
δίκοκκος
δικολέκτης
δικόλλυβος
δικολογέω
δικολογία
δικολόγος
δικόλουρος
δίκολπος
δικολύμης
δικομαχέω
δικομήτρα
δικόνδυλος
δικορίασις
View word page
δικόλλυβος
δῐκόλλῠβος,
A). sum of two κόλλυβοι, Ar. Fr. 3 .


ShortDef

sum of two

Debugging

Headword:
δικόλλυβος
Headword (normalized):
δικόλλυβος
Headword (normalized/stripped):
δικολλυβος
IDX:
26958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26959
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκόλλῠβος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sum of two</span> <span class="foreign greek">κόλλυβοι,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg012:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg012:3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 3 </a>.</div> </div><br><br>'}