Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικητροπεῖ
δικηφόρος
δικίδιον
δίκληρος
δικλίς
δικογραφία
δικογραφικῶς
δικογράφος
δικοδίφης
δίκοκκος
δικολέκτης
δικόλλυβος
δικολογέω
δικολογία
δικολόγος
δικόλουρος
δίκολπος
δικολύμης
δικομαχέω
δικομήτρα
δικόνδυλος
View word page
δικολέκτης
δῐκολέκτης, ου, ,
A). = δικολόγος , AP 10.48 ( Pall.), APl. 4.313 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δικολέκτης
Headword (normalized):
δικολέκτης
Headword (normalized/stripped):
δικολεκτης
IDX:
26957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26958
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκολέκτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δικολόγος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 10.48 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pall.</span></span>), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">APl.</span> 4.313 </span>.</div> </div><br><br>'}