Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δικέφαλος
δικέω
δίκη
δικήγορος
δίκηλον
δίκηλος
δίκησις
δικητροπεῖ
δικηφόρος
δικίδιον
δίκληρος
δικλίς
δικογραφία
δικογραφικῶς
δικογράφος
δικοδίφης
δίκοκκος
δικολέκτης
δικόλλυβος
δικολογέω
δικολογία
View word page
δίκληρος
δίκληρος
, Dor.
δίκλᾱρος
,
ον
,
A).
occupying the space of two
κλῆροι, ἐλαιοκόμιον
IG
14.352i69
(Halaesa).
ShortDef
occupying the space of two
Debugging
Headword:
δίκληρος
Headword (normalized):
δίκληρος
Headword (normalized/stripped):
δικληρος
IDX:
26950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26951
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δίκληρος</span>, Dor. <span class="orth greek">δίκλᾱρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">occupying the space of two</span> <span class="quote greek">κλῆροι, ἐλαιοκόμιον</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 14.352i69 </span> (Halaesa).</div> </div><br><br>'}