Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικέρατος
δίκερκος
δικέρως
δικέφαλος
δικέω
δίκη
δικήγορος
δίκηλον
δίκηλος
δίκησις
δικητροπεῖ
δικηφόρος
δικίδιον
δίκληρος
δικλίς
δικογραφία
δικογραφικῶς
δικογράφος
δικοδίφης
δίκοκκος
δικολέκτης
View word page
δικητροπεῖ
δῐκη-τροπεῖ· φυγαδεύει, Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δικητροπεῖ
Headword (normalized):
δικητροπεῖ
Headword (normalized/stripped):
δικητροπει
IDX:
26947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26948
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκη-τροπεῖ·</span> <span class="foreign greek">φυγαδεύει,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}