Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικέντρων
δικέραιος
δίκερας
δικέρατος
δίκερκος
δικέρως
δικέφαλος
δικέω
δίκη
δικήγορος
δίκηλον
δίκηλος
δίκησις
δικητροπεῖ
δικηφόρος
δικίδιον
δίκληρος
δικλίς
δικογραφία
δικογραφικῶς
δικογράφος
View word page
δίκηλον
δίκηλον, written for δείκηλον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίκηλον
Headword (normalized):
δίκηλον
Headword (normalized/stripped):
δικηλον
IDX:
26944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26945
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δίκηλον</span>, written for <span class="foreign greek">δείκηλον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}