Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δίκελλον
δικέντητον
δίκεντρος
δικέντρων
δικέραιος
δίκερας
δικέρατος
δίκερκος
δικέρως
δικέφαλος
δικέω
δίκη
δικήγορος
δίκηλον
δίκηλος
δίκησις
δικητροπεῖ
δικηφόρος
δικίδιον
δίκληρος
δικλίς
View word page
δικέω
δῐκέω
,
A).
mulct,
prob. an error in
IG
22.1092B17
( Pass.).
ShortDef
mulct
Debugging
Headword:
δικέω
Headword (normalized):
δικέω
Headword (normalized/stripped):
δικεω
IDX:
26941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26942
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mulct,</span> prob. an error in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 22.1092B17 </span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}