Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικατάληκτος
δικάτωρ
δικαυλέω
δικεῖν
δίκελλα
δικελλίτης
δίκελλον
δικέντητον
δίκεντρος
δικέντρων
δικέραιος
δίκερας
δικέρατος
δίκερκος
δικέρως
δικέφαλος
δικέω
δίκη
δικήγορος
δίκηλον
δίκηλος
View word page
δικέραιος
δι-κέραιος, ον,
A). twohorned, two-pointed, στόρθυγξ AP 6.111 (Antip.(?)).


ShortDef

two-horned, two-pointed

Debugging

Headword:
δικέραιος
Headword (normalized):
δικέραιος
Headword (normalized/stripped):
δικεραιος
IDX:
26935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26936
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δι-κέραιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">twohorned, two-pointed,</span> <span class="quote greek">στόρθυγξ</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.111 </span> (Antip.(?)).</div> </div><br><br>'}