Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικαστύς
δικατάληκτος
δικάτωρ
δικαυλέω
δικεῖν
δίκελλα
δικελλίτης
δίκελλον
δικέντητον
δίκεντρος
δικέντρων
δικέραιος
δίκερας
δικέρατος
δίκερκος
δικέρως
δικέφαλος
δικέω
δίκη
δικήγορος
δίκηλον
View word page
δικέντρων
δι-κέντρων, a
A). throw at dice, Hsch.


ShortDef

throw at dice

Debugging

Headword:
δικέντρων
Headword (normalized):
δικέντρων
Headword (normalized/stripped):
δικεντρων
IDX:
26934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26935
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δι-κέντρων</span>, a <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">throw at dice,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}