Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικαστήρ
δικαστηριακός
δικαστηρίδιον
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικαστοφιλακέω
δικάστρια
δικαστύς
δικατάληκτος
δικάτωρ
δικαυλέω
δικεῖν
δίκελλα
δικελλίτης
δίκελλον
δικέντητον
δίκεντρος
δικέντρων
δικέραιος
δίκερας
View word page
δικάτωρ
δικάτωρ· ὁ διπλασίαν τὴν ἀρχὴν ἔχων, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δικάτωρ
Headword (normalized):
δικάτωρ
Headword (normalized/stripped):
δικατωρ
IDX:
26926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26927
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δικάτωρ·</span> <span class="foreign greek">ὁ διπλασίαν τὴν ἀρχὴν ἔχων,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}