Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικασταγωγός
δικαστεία
δικαστέον
δικαστήρ
δικαστηριακός
δικαστηρίδιον
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικαστοφιλακέω
δικάστρια
δικαστύς
δικατάληκτος
δικάτωρ
δικαυλέω
δικεῖν
δίκελλα
δικελλίτης
δίκελλον
δικέντητον
δίκεντρος
View word page
δικάστρια
δῐκάστρια, , fem. of δικαστής, Luc. Pisc. 9 .


ShortDef

a she-judge

Debugging

Headword:
δικάστρια
Headword (normalized):
δικάστρια
Headword (normalized/stripped):
δικαστρια
IDX:
26923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26924
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκάστρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of <span class="foreign greek">δικαστής,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg025:9" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0062.tlg025:9/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pisc.</span> 9 </a>.</div><br><br>'}