Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίκασις
δικασκόποι
δικασμός
δικασπολέω
δικασπολία
δικασπόλος
δικασταγωγός
δικαστεία
δικαστέον
δικαστήρ
δικαστηριακός
δικαστηρίδιον
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικαστοφιλακέω
δικάστρια
δικαστύς
δικατάληκτος
δικάτωρ
δικαυλέω
View word page
δικαστηριακός
δῐκαστ-ηριακός, , όν,
A). connected with law-courts, Phld. Rh. 1.212S.


ShortDef

connected with law-courts

Debugging

Headword:
δικαστηριακός
Headword (normalized):
δικαστηριακός
Headword (normalized/stripped):
δικαστηριακος
IDX:
26917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26918
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκαστ-ηριακός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">connected with law-courts,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.</span> 1.212S. </span> </div> </div><br><br>'}